Παραρρινοκολπίτιδες

Η παραρρινοκολπίτιδα είναι λοίμωξη των παραρρίνιων κόλπων, δηλαδή των κοιλοτήτων των οστών του κρανίου που βρίσκονται πίσω από το μέτωπο, τα ρινικά οστά (μύτη), τις παρειές (μάγουλα) και τους οφθαλμούς.

Οι παραρρίνιοι κόλποι είναι αεροφόρες κοιλότητες που υπάρχουν από τη γέννηση ή αναπτύσσονται αργότερα. Επενδύονται με βλεννογόνο και εκβάλλουν στη ρινική κοιλότητα όπου επικοινωνούν με τον ατμοσφαιρικό αέρα. Οι περισσότερο γνωστοί από αυτούς είναι τα ιγμόρεια που είναι σχηματισμένα ήδη κατά τη γέννηση. Το στόμιο όμως των ιγμόρειων στα πρώτα δύο χρόνια της ζωής είναι αρκετά ευρύ και έτσι δεν αποφράσσεται ακόμη και σε φλεγμονή του βλεννογόνου. Στη συνέχεια, το στόμιο γίνεται αρκετά στενό με αποτέλεσμα οι εκκρίσεις σε περίπτωση φλεγμονής να παροχετεύονται δύσκολα και ο αερισμός της κοιλότητας να μην είναι επαρκής.

Οι παραρρίνιοι κόλποι σε φυσιολογικές συνθήκες δεν περιέχουν βακτήρια ή άλλα μικρόβια. Σε περιπτώσεις κοινού κρυολογήματος ή κάποιας αλλεργίας, συσσωρεύεται μεγάλη ποσότητα βλέννας με αποτέλεσμα να φράσουν τα στόμια των κόλπων και να αναπτύσσονται ευκολότερα μικρόβια.

Οι παραρρινοκολπίτιδες είναι συχνότερες στα μεγαλύτερα παιδιά και στους ενήλικες.

Ένα παιδί με παραρρινοκολπίτιδα παρουσιάζει συνήθως αίσθημα πίεσης και συμφόρησης γύρω από τη μύτη, πόνο ή πρήξιμο κάτω από τα μάτια, παχύρευστες πράσινες βλεννώδεις εκκρίσεις από τη μύτη ή προς τον φάρυγγα. Πολύ συχνά συνυπάρχει βήχας, ξηρός ή υγρός, κατά τη διάρκεια της ημέρας που επιτείνεται τη νύχτα. Πυρετός, συνήθως, δεν υπάρχει ή είναι χαμηλός. Η κεφαλαλγία δεν είναι σταθερό σύμπτωμα αλλά όταν εμφανίζεται εντοπίζεται πάνω ή πίσω από τα μάτια, είναι εντονότερη το πρωί και βελτιώνεται στη διάρκεια της ημέρας.

Η διάγνωση γίνεται από τον παιδίατρο, ο οποίος και θα συστήσει την κατάλληλη αγωγή. Η χορήγηση παυσίπονων μπορεί να βοηθήσει στην ανακούφιση των συμπτωμάτων ενώ η χορήγηση αποσυμφορητικών της μύτης δεν φαίνεται να έχει κάποιο αποτέλεσμα